- φυτοπαθολογικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοπαθολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathologic < phytopathology (βλ. λ. φυτοπαθολογία). Το ουδ. τού επιθ., στον λόγιο τ. φυτοπαθολογικόν (Ινστιτούτον), μαρτυρείται από το 1815 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.